προσαγορεύονται

προσαγορεύονται
προσαγορεύω
address
pres ind mp 3rd pl
προσαγορεύω
address
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • нарицатисѧ — НАРИЦА|ТИСѦ (143), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Называться, именоваться: ово бо нарицѧѥтьсѧ прѣлюбодѣ˫аниѥ. (καλεῖται) КЕ XII, 240а; а не словъмь тъчию нарицѧимъсѧ крьсть˫ани. СбТр XII/XIII, 28; Таковымъ ѹбо женамъ не по(д)баеть быти. ни нарицатисѧ тако.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MAGUS — I. MAGUS Graece Μάγος. Praeluxisse Persisolim Magos sapientiae studiis, atque etiam rerum Divinarum notitiâ varii tradunt scriptores, Apul. in Apol. Nam si quod ego apud plurimos lego, Persarum linguâ magus est, qui nostrâ sacerdos. Siquidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • θεατήρια — θεατήρια, τά (Μ) [θεατήρ] (κατά τον Λέοντα τον Σοφό) «ὑπαιθρα, ἅ πρός μόνην καί ὑπαέριον ἁπόλαυσιν έπινενόηνται καὶ ἡλιακά προσαγορεύονται» …   Dictionary of Greek

  • συνώνυμος — η, ο / συνώνυμος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνώνυμος, ον, Α 1. αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συνώνυμα α) λέξεις που διαφέρουν μορφολογικώς αλλά έχουν την ίδια ή παραπλήσια σημασία, όπως λ.χ. θύρα και πόρτα, θέλω… …   Dictionary of Greek

  • θεοφιλέστατος — ο τίτλος με τον οποίο προσαγορεύονται οι τιτουλάριοι επίσκοποι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”